bloatware
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bloatware (en)
- (πληροφορική, ανεπίσημο) λογισμικό
π ο υ απαιτεί,σ ε σχέσημ ε τ η ν χρησιμότητάτ ο υ , υπερβολική μνήμη- λογισμικό
π ο υ επιβαρύνειτ ο σύστημα, συχνά ως αποτέλεσμα της συστηματικής προσθήκης νέων δυνατοτήτωνκ α ι κακού αρχικού σχεδιασμού - λογισμικό προεγκατεστημένο από
τ ο ν κατασκευαστήσ ε έναν υπολογιστή ή κινητή συσκευή,π ο υ σ τ η ν πλειοψηφίατ ο υ είναι περιττόκ α ι ανεπιθύμητοσ τ ο ν χρήστη
- λογισμικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
bloatware
σ τ η ν αγγλική Βικιπαίδεια