boil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boil boils

boil (en)

  1. τたうοおみくろん σημείο τたうοおみくろんυうぷしろん δέρματος όπου συγκεντρώνεται πύον λόγω κάποιας μόλυνσης
  2. βρασμός
ενεστώτας boil
γ΄ ενικό ενεστώτα boils
αόριστος boiled
παθητική μετοχή boiled
ενεργητική μετοχή boiling

boil (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) βράζω, θερμαίνω ένα υγρό ώσπου νにゅーαあるふぁ αρχίσει νにゅーαあるふぁ αναταράζεται κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ βγάζει φυσαλίδες
    First, we boil the water and then we add some salt.
    Πρώτα βράζουμε τたうοおみくろん νερό κかっぱαあるふぁιいおた μετά προσθέτουμε λίγο αλάτι.
    Water boils at one hundred degrees.
    Τたうοおみくろん νερό βράζει στους εκατό βαθμούς.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) βράζω, μαγειρεύω ή πλένω κάτι σしぐまεいぷしろん βραστό νερό
    I am boiling eggs.
    Βράζω αυγά.
    Ask the grocer if the vegetables are boiled or eaten raw.
    Νにゅーαあるふぁ ρωτήσεις τたうοおみくろん μανάβη αあるふぁνにゅー τたうαあるふぁ χόρτα βράζονται ή τρώγονται ωμά.
    The housewife boiled the white clothes, because they were very dirty.
    Ηいーた νοικοκυρά έβρασε τたうαあるふぁ ασπρόρουχα, γιατί ήταν πολύ βρόμικα.
    The doctor asked for a boiled syringe.
    Οおみくろん γιατρός ζήτησε μみゅーιいおたαあるふぁ βρασμένη σύριγγα.
  3. (αμετάβατο, ανεπίσημο, μόνο σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses) βράζω, έχω υψηλή θερμοκρασία
    The house is boiling.
    Τたうοおみくろん σπίτι βράζει.
    The water is boiling, I can’t take a bath.
    Τたうοおみくろん νερό βράζει, δでるたεいぷしろんνにゅー μπορώ νにゅーαあるふぁ κάνω μπάνιο.
  4. (αμετάβατο, ανεπίσημο, μόνο σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses) βράζω, αισθάνομαι υψηλή θερμοκρασία
    I’m boiling with a fever.
    Βράζω σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πυρετό.

Παράγωγα

[επεξεργασία]