boil
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boil | boils |
boil (en)
τ ο σημείοτ ο υ δέρματος όπου συγκεντρώνεται πύον λόγω κάποιας μόλυνσης- βρασμός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | boil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boils |
αόριστος | boiled |
παθητική μετοχή | boiled |
ενεργητική μετοχή | boiling |
boil (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) βράζω, θερμαίνω ένα υγρό ώσπουν α αρχίσειν α αναταράζεταικ α ι ν α βγάζει φυσαλίδες- ↪ First, we boil the water and then we add some salt.
- Πρώτα βράζουμε
τ ο νερόκ α ι μετά προσθέτουμε λίγο αλάτι.
- Πρώτα βράζουμε
- ↪ Water boils at one hundred degrees.
Τ ο νερό βράζει στους εκατό βαθμούς.
- ↪ First, we boil the water and then we add some salt.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) βράζω, μαγειρεύω ή πλένω κάτισ ε βραστό νερό- ↪ I am boiling eggs.
- Βράζω αυγά.
- ↪ Ask the grocer if the vegetables are boiled or eaten raw.
Ν α ρωτήσειςτ ο μανάβηα ν τ α χόρτα βράζονται ή τρώγονται ωμά.
- ↪ The housewife boiled the white clothes, because they were very dirty.
Η νοικοκυρά έβρασετ α ασπρόρουχα, γιατί ήταν πολύ βρόμικα.
- ↪ The doctor asked for a boiled syringe.
Ο γιατρός ζήτησεμ ι α βρασμένη σύριγγα.
- ↪ I am boiling eggs.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο, μόνο
σ τ α continuous tenses) βράζω, έχω υψηλή θερμοκρασία- ↪ The house is boiling.
Τ ο σπίτι βράζει.
- ↪ The water is boiling, I can’t take a bath.
Τ ο νερό βράζει,δ ε ν μπορών α κάνω μπάνιο.
- ↪ The house is boiling.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο, μόνο
σ τ α continuous tenses) βράζω, αισθάνομαι υψηλή θερμοκρασία- ↪ I’m boiling with a fever.
- Βράζω
σ τ ο ν πυρετό.
- Βράζω
- ↪ I’m boiling with a fever.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- boil (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- boil (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 174. ISBN 9780194325684., λήμμα: βράζω