bone
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bone (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]bone (eo)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]bone (io)