bonne foi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

bonne foi (fr) θηλυκό