boor
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (en)
ο αγροίκος
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (af)
τ ο βόριο
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (nl)
τ ο βόριο