borso
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | borso | borsoj |
αιτιατική | borson | borsojn |
borso (eo)
τ ο κομπόδεματ ο χρηματιστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | borso | borsoj |
αιτιατική | borson | borsojn |
borso (eo)