bouddhique
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouddhique | bouddhiques |
θηλυκό | bouddhiquee | bouddhiquees |
Επίθετο
[επεξεργασία]bouddhique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouddhique | bouddhiques |
θηλυκό | bouddhiquee | bouddhiquees |
bouddhique (fr) αρσενικό ή θηλυκό