bougie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bougie bougies

bougie (fr) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん κερί (μέσο φωτισμού)
  2. (τεχνολογία) τたうοおみくろん μπουζί, οおみくろん σπινθηριστής