boyfriend
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boyfriend | boyfriends |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boyfriend (en)
τ ο αγόρι,ο γκόμενος,ο φίλος, ένας άντρας ή ένα αγόριμ ε τ ο οποίο κάποια έχει ρομαντική ή σεξουαλική σχέση- ↪ She broke up with her boyfriend.
- Χώρισε
μ ε τ ο αγόρι της.
- Χώρισε
- ↪ I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
- Λυπάμαι
π ο υ τ ο λέω αλλάτ ο αγόρισ ο υ είναι απλά ένας ατάλαντος ηθοποιός.
- Λυπάμαι
- ↪ He is her boyfriend.
- Αυτός είναι
ο γκόμενος της.
- Αυτός είναι
- ↪ my daughter’s boyfriend -
ο φίλος της κόρηςμ ο υ
- ↪ She broke up with her boyfriend.