branch
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
branch | branches |
branch (en)
τ ο κλαδί- ↪ The strong wind snapped the branches off the tree.
Ο δυνατός αέρας τσάκισετ α κλαδιάτ ω ν δέντρων.
- ↪ The branches of the tree are in bloom.
Τ α κλαδιάτ ω ν δέντρων είναι ανθισμένα.
- ↪ The strong wind snapped the branches off the tree.
τ ο υποκατάστημα, ένα τοπικό γραφείο ή κατάστημαπ ο υ ανήκεισ ε μ ι α μεγάλη εταιρεία ή οργανισμό- ↪ The Savings Bank has branches all over Greece.
Τ ο Ταμιευτήριο έχει υποκαταστήματασ ε όλητ η ν Ελλάδα.
- ↪ The Savings Bank has branches all over Greece.
ο κλάδος, ένα μέρος μιας κυβέρνησης ή άλλου μεγάλου οργανισμούπ ο υ ασχολείταιμ ε μ ι α συγκεκριμένη πτυχή- ↪ The federal government of the USA consists of three distinct branches.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνησητ ω ν Η Π Α αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
- ↪ The federal government of the USA consists of three distinct branches.
ο κλάδος γνώσεων ή γλωσσών- ↪ in this branch of medicine -
σ ' αυτόντ ο ν κλάδο της ιατρικής - ↪ the branches of the Indo-European family of languages -
ο ι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας
- ↪ in this branch of medicine -
ο κλάδος οικογένειας- ↪ the branch of a family (tree) -
ο κλάδος οικογένειας
- ↪ the branch of a family (tree) -
- (πληροφορική)
ο κλάδος ήη διακλάδωσησ ε εκτελέσιμο κώδικα - (πληροφορική)
ο κλάδος ήη διακλάδωσησ ε σύστημα ελέγχου εκδόσεων (version control system)- ↪ production branch - κλάδος παραγωγής (
η επίσημη έκδοσητ ο υ λογισμικου,τ ο προϊόνπ ο υ χρησιμοποιούνο ι πελάτες) - ↪ development branch - κλάδος ανάπτυξης (
τ ο λογισμικό υπό ανάπτυξη,δ ε ν έχει ολοκληρωθεί,δ ε ν έχει αποσφαλματωθεί)
- ↪ production branch - κλάδος παραγωγής (
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | branch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | branches |
αόριστος | branched |
παθητική μετοχή | branched |
ενεργητική μετοχή | branching |
branch (en)
- (αμετάβατο) διακλαδίζομαι, χωρίζω
σ ε δύο ή περισσότερα μέρη, ειδικάσ ε μικρότερα ή λιγότερο σημαντικά μέρη- ↪ at the point where the road branches -
σ τ ο σημείο όπουο δρόμος διακλαδίζεται - ≈ συνώνυμα: branch off
- ↪ at the point where the road branches -