brun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brun (da)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brun bruns

brun (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brun bruns

brun (fr) αρσενικό