burrower

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: borrower
      ενικός         πληθυντικός  
burrower burrowers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burrower (en)

  • κάθε ζώο πぱいοおみくろんυうぷしろん σκάβει κかっぱαあるふぁιいおた ζぜーたεいぷしろんιいおた σしぐまεいぷしろん υπόγειες στοές