cadastral
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]cadastral (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadastral | cadastraux |
θηλυκό | cadastrale | cadastrales |
Επίθετο
[επεξεργασία]cadastral (fr)