capacity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
capacity capacities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capacity < μέση αγγλική capacite (< παλαιά γαλλική capacite < λατινική capacitas)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kəˈpæsɪti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

capacity (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο, συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) ηいーた χωρητικότητα, οおみくろん αριθμός τたうωおめがνにゅー πραγμάτων ή τたうωおめがνにゅー ανθρώπων πぱいοおみくろんυうぷしろん μπορεί νにゅーαあるふぁ χωρέσει ένα δοχείο ή χώρος
    a container with a capacity of one liter - δοχείο μみゅーεいぷしろん χωρητικότητα ένα λίτρο/χωρητικότητας ενός λίτρου
    This box/cabinet has a large capacity.
    Aυτό τたうοおみくろん κιβώτιο/ντουλάπι έχει μεγάλη χωρητικότητα.
    What is the capacity of the theater?
    Τたうιいおた χωρητικότητα έχει τたうοおみくろん θέατρο;
  2. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο, συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) ηいーた ικανότητα γがんまιいおたαあるふぁ επίτευξη ενός στόχου ή διεξαγωγής μιας διεργασίας
    his capacity for happiness - ηいーた ικανότητά τたうοおみくろんυうぷしろん γがんまιいおたαあるふぁ ευτυχία
    lifting/heat-absorption capacity - ικανότητα ανύψωσης/απορρόφησης θερμότητας
    his capacity for learning new things - ηいーた ικανότητά τたうοおみくろんυうぷしろん νにゅーαあるふぁ μαθαίνει νέα πράγματα
  3. (μετρήσιμο, συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) ηいーた ιδιότητα, ηいーた επίσημη θέση ή λειτουργία πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει κάποιος
    in my capacity as a teacher - υπό τたうηいーたνにゅー ιδιότητά μみゅーοおみくろんυうぷしろん ως δάσκαλος
    I am acting in my official capacity.
    Ενεργώ υπό τたうηいーたνにゅー επίσημη ιδιότητά μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
  4. τたうοおみくろん μέγιστο ποσό ή πλήθος από κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん μπορεί νにゅーαあるふぁ διεκπεραιωθεί, νにゅーαあるふぁ συγκεντρωθεί κかっぱ.οおみくろん.κかっぱ.
  5. ηいーた μέγιστη δυνατή παραγωγή μιας μηχανής ή μιας παραγωγικής διαδικασίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • capacity σしぐまτたうηいーたνにゅー αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια