capacity
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
capacity | capacities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- capacity < μέση αγγλική capacite (< παλαιά γαλλική capacite < λατινική capacitas)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]capacity (en)
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο, συνήθωςσ τ ο ν ενικό)η χωρητικότητα,ο αριθμόςτ ω ν πραγμάτων ήτ ω ν ανθρώπωνπ ο υ μπορείν α χωρέσει ένα δοχείο ή χώρος- ↪ a container with a capacity of one liter - δοχείο
μ ε χωρητικότητα ένα λίτρο/χωρητικότητας ενός λίτρου - ↪ This box/cabinet has a large capacity.
- Aυτό
τ ο κιβώτιο/ντουλάπι έχει μεγάλη χωρητικότητα.
- Aυτό
- ↪ What is the capacity of the theater?
Τ ι χωρητικότητα έχειτ ο θέατρο;
- ↪ a container with a capacity of one liter - δοχείο
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο, συνήθωςσ τ ο ν ενικό)η ικανότηταγ ι α επίτευξη ενός στόχου ή διεξαγωγής μιας διεργασίας- ↪ his capacity for happiness -
η ικανότητάτ ο υ γ ι α ευτυχία - ↪ lifting/heat-absorption capacity - ικανότητα ανύψωσης/απορρόφησης θερμότητας
- ↪ his capacity for learning new things -
η ικανότητάτ ο υ ν α μαθαίνει νέα πράγματα
- ↪ his capacity for happiness -
- (μετρήσιμο, συνήθως
σ τ ο ν ενικό)η ιδιότητα,η επίσημη θέση ή λειτουργίαπ ο υ έχει κάποιος- ↪ in my capacity as a teacher - υπό
τ η ν ιδιότητάμ ο υ ως δάσκαλος - ↪ I am acting in my official capacity.
- Ενεργώ υπό
τ η ν επίσημη ιδιότητάμ ο υ .
- Ενεργώ υπό
- ↪ in my capacity as a teacher - υπό
τ ο μέγιστο ποσό ή πλήθος από κάτιπ ο υ μπορείν α διεκπεραιωθεί,ν α συγκεντρωθείκ .ο .κ .η μέγιστη δυνατή παραγωγή μιας μηχανής ή μιας παραγωγικής διαδικασίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
capacity
σ τ η ν αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- capacity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 383, 385, 982. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιότητα, ικανότητα, χωρητικότητα