carbonate (en)
Σしぐまτたうαあるふぁ ελληνικά ηいーた αντίστοιχη λέξη ανθρακικός, πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμοποιείται σしぐまτたうηいーたνにゅー ονομασία τたうωおめがνにゅー χημικών ενώσεων, είναι επίθετο.