carriage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carriage (en)

  1. άμαξα
  2. βαγόνι
  3. οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん κάποιος κινείται, τたうοおみくろん παράστημα
  4. τたうοおみくろん εξάρτημα της γραφομηχανής πάνω σしぐまτたうοおみくろん οποίο στηρίζεται τたうοおみくろん χαρτί.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]