cela
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]cela (fr)
- εκείνο (λέγεται
γ ι α κάτιπ ο υ είναιπ ι ο μακρυά από κάτι άλλογ ι α τ ο οποίο μόλις μιλήσαμε) - αυτό
- εκφράζει ένα άτομο, συνήθως
μ ε περιφρόνηση ή οίκτο
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cela (cs) θηλυκό
τ ο κελί