challenge
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]challenge (en)
η πρόκληση (σ ε ανταγωνισμό,γ ι α ν α αποδείξεις κάτι, χυδαία ή ηθική πρόκληση)η πρόκληση, κάτι δύσκολοπ ο υ θέλουμεν α πετύχουμε- learning a language at this age was a challenge to him
Ρήμα
[επεξεργασία]challenge (en)
- προκαλώ (
σ ε ανταγωνισμό, μονομαχίακ λ π )
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
challenge | challenges |
challenge (fr) αρσενικό