chip
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chip | chips |
chip (en)
- (συνήθως πληθυντικός, βρετανική σημασία, γαστρονομία)
ο ι πατάτες (τηγανητές)- ↪ chicken skewers with (fried) chips - σουβλάκια κοτόπουλου
μ ε πατάτες (τηγανητές) - ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ ο ν όρο french fries (κ α ι αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ chicken skewers with (fried) chips - σουβλάκια κοτόπουλου
- (αμερικανική σημασία, γαστρονομία)
τ ο πατατάκι,τ α τσιπς, λεπτές, τηγανισμένες φέτες πατάτας- ↪ Pringles chips - Pringles πατατάκια
- ↪ He bought a bag of chips.
- Αγόρασε ένα σακουλάκι τσιπς.
- ≈ συνώνυμα: potato chip (
κ ι αμερικανικά αγγλικά), crisp ή potato crisp (βρετανικά αγγλικά)
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή)
τ ο τ σ ι π ,τ ο τσιπάκι- ↪ I bought a new chip for my computer.
- Αγόρασα ένα νέο
τ σ ι π γ ι α τ ο ν υπολογιστήμ ο υ .
- Αγόρασα ένα νέο
- ≈ συνώνυμα: integrated circuit, microchip
- ↪ I bought a new chip for my computer.
τ ο μέρος απότ ο οποίο έχει σπάσει ένα μικρό κομμάτι ξύλου, γυαλιούκ τ λ .- ↪ All the cups have chips on the edges./All the cups are chipped on the edges.
- Όλες
ο ι κούπες είναι χτυπημένες στις άκρες.
- Όλες
- ↪ All the cups have chips on the edges./All the cups are chipped on the edges.
τ ο κομματάκι,τ ο τρίμμα,τ ο θραύσμα, μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο- ↪ He broke a chip off of his front tooth.
- Έσπασε ένα κομματάκι από
τ ο μπροστινότ ο υ δόντι.
- Έσπασε ένα κομματάκι από
- ↪ a wood chip - ένα ροκανίδι
- ↪ (γαστρονομία) milk chocolate chip cookies - μπισκότα
μ ε κομματάκια σοκολάτας γάλακτος
- ↪ He broke a chip off of his front tooth.
- (παίγνια)
η μάρκα πονταρίσματος,τ ο τ σ ι π - ↪ Every casino uses its own chips.
- Κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές
τ ο υ μάρκες.
- Κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές
- ↪ Every casino uses its own chips.
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (πληροφορική) chipset
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | chip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chips |
αόριστος | chipped |
παθητική μετοχή | chipped |
ενεργητική μετοχή | chipping |
chip (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) σπάζω, χτυπώκ α ι κόβω ένα κομματάκι- ↪ He chipped the edge of the plate.
- Έσπασε
τ η ν άκρητ ο υ πιάτου.
- Έσπασε
- ↪ He chipped the edge of the plate.
- (μεταβατικό) ξύνω, κόβω ή σπάω μικρά κομμάτια από κάτι
μ ε ένα εργαλείο- ↪ I chipped the paint off the door.
- Έξυσα
τ η ν μπογιά απότ η ν πόρτα.
- Έξυσα
- ↪ I chipped the paint off the door.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chip (ro)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες
γ ι α αγγλικούς όρους (αγγλικά) - Γαστρονομία (αγγλικά)
- Αμερικανικοί όροι (αγγλικά)
- Αμερικανικές σημασίες
γ ι α αγγλικούς όρους (αγγλικά) - Ηλεκτρονική (αγγλικά)
- Υλικό υπολογιστή (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'stop' (αγγλικά) - Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)