chip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Chips πατάτας (βρετανικό).
Chips πατάτας (αμερικανικό).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chip chips

chip (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός, βρετανική σημασία, γαστρονομία) οおみくろんιいおた πατάτες (τηγανητές)
    chicken skewers with (fried) chips - σουβλάκια κοτόπουλου μみゅーεいぷしろん πατάτες (τηγανητές)
     συνώνυμα: → δείτε τたうοおみくろんνにゅー όρο french fries (κかっぱαあるふぁιいおた αμερικανικά αγγλικά)
  2. (αμερικανική σημασία, γαστρονομία) τたうοおみくろん πατατάκι, τたうαあるふぁ τσιπς, λεπτές, τηγανισμένες φέτες πατάτας
    Pringles chips - Pringles πατατάκια
    He bought a bag of chips.
    Αγόρασε ένα σακουλάκι τσιπς.
     συνώνυμα: potato chip (κかっぱιいおた αμερικανικά αγγλικά), crisp ή potato crisp (βρετανικά αγγλικά)
  3. (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) τたうοおみくろん τたうσしぐまιいおたπぱい, τたうοおみくろん τσιπάκι
    I bought a new chip for my computer.
    Αγόρασα ένα νέο τたうσしぐまιいおたπぱい γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー υπολογιστή μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα: integrated circuit, microchip
  4. τたうοおみくろん μέρος από τたうοおみくろん οποίο έχει σπάσει ένα μικρό κομμάτι ξύλου, γυαλιού κかっぱτたうλらむだ.
    All the cups have chips on the edges./All the cups are chipped on the edges.
    Όλες οおみくろんιいおた κούπες είναι χτυπημένες στις άκρες.
  5. τたうοおみくろん κομματάκι, τたうοおみくろん τρίμμα, τたうοおみくろん θραύσμα, μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
    He broke a chip off of his front tooth.
    Έσπασε ένα κομματάκι από τたうοおみくろん μπροστινό τたうοおみくろんυうぷしろん δόντι.
    a wood chip - ένα ροκανίδι
    (γαστρονομία) milk chocolate chip cookies - μπισκότα μみゅーεいぷしろん κομματάκια σοκολάτας γάλακτος
  6. (παίγνια) ηいーた μάρκα πονταρίσματος, τたうοおみくろん τたうσしぐまιいおたπぱい
    Every casino uses its own chips.
    Κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές τたうοおみくろんυうぷしろん μάρκες.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας chip
γ΄ ενικό ενεστώτα chips
αόριστος chipped
παθητική μετοχή chipped
ενεργητική μετοχή chipping

chip (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σπάζω, χτυπώ κかっぱαあるふぁιいおた κόβω ένα κομματάκι
    He chipped the edge of the plate.
    Έσπασε τたうηいーたνにゅー άκρη τたうοおみくろんυうぷしろん πιάτου.
  2. (μεταβατικό) ξύνω, κόβω ή σπάω μικρά κομμάτια από κάτι μみゅーεいぷしろん ένα εργαλείο
    I chipped the paint off the door.
    Έξυσα τたうηいーたνにゅー μπογιά από τたうηいーたνにゅー πόρτα.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chip (ro)