cock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cock (en)

  1. (πτηνό) οおみくろん κόκορας
  2. (τεχνολογία) ηいーた κρήνη
  3. (αργκό) τたうοおみくろん πέος