consistent
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | consistent |
συγκριτικός | more consistent |
υπερθετικός | most consistent |
Επίθετο
[επεξεργασία]consistent (en)
- συνεπής
- ↪ He was always consistent in his commitments to me.
- Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις
τ ο υ απέναντίμ ο υ .
- Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις
- ↪ He was always consistent in his commitments to me.