cour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cour cours

cour (fr) θηλυκό

  1. ηいーた αυλή
    la cour de l'école - ηいーた αυλή τたうοおみくろんυうぷしろん σχολείου
  2. τたうοおみくろん δικαστήριο
    la cour pénale internationale - τたうοおみくろん διεθνές ποινικό δικαστήριο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]