cour
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cour | cours |
cour (fr) θηλυκό
η αυλή- la cour de l'école -
η αυλήτ ο υ σχολείου
- la cour de l'école -
τ ο δικαστήριο- la cour pénale internationale -
τ ο διεθνές ποινικό δικαστήριο
- la cour pénale internationale -