courage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

courage (en) (μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  • τたうοおみくろん θάρρος
    It takes courage to stand up to him.
    Χρειάζεται θάρρος γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん σηκώσεις κεφάλι.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
courage < curage < cur, αρχαία παραλλαγή τたうοおみくろんυうぷしろん cœur, καρδιά

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

courage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]