courtesy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
courtesy courtesies

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
courtesy < μέση αγγλική curteisie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈkɜːtəsi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

courtesy (en)