cramp
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cramp | cramps |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cramp (en)
- (ιατρική)
η κράμπα - εργαλείο ή εξάρτημα σύνδεσης:
- (γενικότερα) διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα
π ο υ χρησιμεύουν στις οικοδομές ήτ η ν ξυλουργικήσ ε συγκράτηση ή δέσιμο, όπως άγκιστρο, αρπάγη, γωνία, τσιγκέλι - (ειδικότερα)
ο σφιγκτήρας
- (γενικότερα) διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα
Ρήμα
[επεξεργασία]cramp (en)