cramp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: cram, crumb, crump
      ενικός         πληθυντικός  
cramp cramps

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kramp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cramp (en)

  1. (ιατρική) ηいーた κράμπα
  2. εργαλείο ή εξάρτημα σύνδεσης:
    1. (γενικότερα) διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμεύουν στις οικοδομές ή τたうηいーたνにゅー ξυλουργική σしぐまεいぷしろん συγκράτηση ή δέσιμο, όπως άγκιστρο, αρπάγη, γωνία, τσιγκέλι
    2. (ειδικότερα) οおみくろん σφιγκτήρας
       συνώνυμα: clamp

cramp (en)

  1. προκαλώ κράμπα
  2. περιορίζω, εμποδίζω, δυσκολεύω τたうηいーたνにゅー κίνηση
  3. δένω, στερεώνω, συνδέω, συναρμόζω, σφίγγω (στις κατασκευές, σしぐまτたうηいーたνにゅー ξυλουργική)