crease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crease creases

crease (en)

  1. τたうοおみくろん τσαλάκωμα, μみゅーιいおたαあるふぁ ακατάστατη γραμμή πぱいοおみくろんυうぷしろん γίνεται σしぐまεいぷしろん ύφασμα ή χαρτί όταν διπλώνεται χωρίς προσοχή
    The sleeve has a crease in it.
    Τたうοおみくろん μανίκι έχει ένα τσαλάκωμα.
  2. μみゅーιいおたαあるふぁ καθαρή γραμμή πぱいοおみくろんυうぷしろん γίνεται σしぐまεいぷしろん κάτι, ηいーた τσάκιση σしぐまτたうοおみくろん παντελόνι
    pants with a nice crease - παντελόνι μみゅーεいぷしろん καλή τσάκιση
  3. ηいーた ρυτίδα, ηいーた ζάρα σしぐまτたうοおみくろん πρόσωπο
    a face with deep creases - ένα πρόσωπο μみゅーεいぷしろん βαθιές ζάρες

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη wrinkle
ενεστώτας crease
γ΄ ενικό ενεστώτα creases
αόριστος creased
παθητική μετοχή creased
ενεργητική μετοχή creasing

crease (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) τσαλακώνω, ζαρώνω, κάνω γραμμές σしぐまεいぷしろん πανί ή χαρτί διπλώνοντάς τたうοおみくろん· αναπτύσσω γραμμές μみゅーεいぷしろん αυτόν τたうοおみくろんνにゅー τρόπο
    This material creases easily.
    Αυτό τたうοおみくろん ύφασμα τσαλακώνει/ζαρώνει εύκολα.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ζαρώνω, ρυτιδώνω, κάνω γραμμές σしぐまτたうοおみくろん δέρμα· αναπτύσσω γραμμές σしぐまτたうοおみくろん δέρμα
    I crease my forehead.
    Ζαρώνω τたうοおみくろん μέτωπό μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    The old woman’s face creased into a smile.
    Τたうοおみくろん πρόσωπό της γριάς ζάρωσε σしぐま' ένα χαμόγελο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη wrinkle