crease
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crease | creases |
crease (en)
τ ο τσαλάκωμα,μ ι α ακατάστατη γραμμήπ ο υ γίνεταισ ε ύφασμα ή χαρτί όταν διπλώνεται χωρίς προσοχή- ↪ The sleeve has a crease in it.
Τ ο μανίκι έχει ένα τσαλάκωμα.
- ↪ The sleeve has a crease in it.
μ ι α καθαρή γραμμήπ ο υ γίνεταισ ε κάτι,η τσάκισησ τ ο παντελόνι- ↪ pants with a nice crease - παντελόνι
μ ε καλή τσάκιση
- ↪ pants with a nice crease - παντελόνι
η ρυτίδα,η ζάρασ τ ο πρόσωπο- ↪ a face with deep creases - ένα πρόσωπο
μ ε βαθιές ζάρες
- ↪ a face with deep creases - ένα πρόσωπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη wrinkle
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crease |
γ΄ ενικό ενεστώτα | creases |
αόριστος | creased |
παθητική μετοχή | creased |
ενεργητική μετοχή | creasing |
crease (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) τσαλακώνω, ζαρώνω, κάνω γραμμέςσ ε πανί ή χαρτί διπλώνοντάςτ ο · αναπτύσσω γραμμέςμ ε αυτόντ ο ν τρόπο- ↪ This material creases easily.
- Αυτό
τ ο ύφασμα τσαλακώνει/ζαρώνει εύκολα.
- Αυτό
- ↪ This material creases easily.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) ζαρώνω, ρυτιδώνω, κάνω γραμμέςσ τ ο δέρμα· αναπτύσσω γραμμέςσ τ ο δέρμα- ↪ I crease my forehead.
- Ζαρώνω
τ ο μέτωπόμ ο υ .
- Ζαρώνω
- ↪ The old woman’s face creased into a smile.
Τ ο πρόσωπό της γριάς ζάρωσεσ ' ένα χαμόγελο.
- ↪ I crease my forehead.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη wrinkle