członek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

członek (pl) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん μέλος
    • κάποιος πぱいοおみくろんυうぷしろん ανήκει επίσημα σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα
    • τμήμα τたうοおみくろんυうぷしろん οργανισμού τたうωおめがνにゅー ανθρώπων κかっぱαあるふぁιいおた τたうωおめがνにゅー ζώων

Συγγενικά

[επεξεργασία]