członek
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]członek (pl) αρσενικό
τ ο μέλος- κάποιος
π ο υ ανήκει επίσημασ ε μ ι α ομάδα - τμήμα
τ ο υ οργανισμούτ ω ν ανθρώπωνκ α ι τ ω ν ζώων
- κάποιος