damper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
damper dampers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
damper < damp + -er

Επίθετο

[επεξεργασία]

damper (en)

  • συγκριτικός βαθμός τたうοおみくろんυうぷしろん damp

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

damper (en)

  1. αμορτισέρ
  2. κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん χαλάει τたうηいーた διάθεση
  3. (μουσική) ηいーた σουρντίνα (πεντάλ σしぐまτたうοおみくろん πιάνο)
  4. αποσβεστήρας ταλάντωσης