dei
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]dei (it) αρσενικό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]dei (la) αρσενικό
- γενική ενικού
τ ο υ deus - ονομαστική
κ α ι κλητική πληθυντικούτ ο υ deus