der

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο πληθυντικός
ονομαστική der die das die
γενική des der des der
δοτική dem der dem den
αιτιατική den die das die

Προφορά

[επεξεργασία]
 

der (de)

  • τύπος τたうοおみくろんυうぷしろん οριστικού άρθρου der-die-das
  1. οおみくろん, ονομαστική ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん αρσενικού
  2. της, γενική ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん θηλυκού
  3. σしぐまτたうηいーたνにゅー, δοτική ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん θηλυκού
  4. τたうωおめがνにゅー

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

der (de)

  1. (αναφορική) οおみくろん οποίος
  2. (δεικτική) εκείνος



Επίρρημα

[επεξεργασία]

der (da)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

der (no)