discretion
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]discretion (en) (
η κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια- ↪ I leave it your discretion.
Τ ο αφήνωσ τ η ν κρίσησ ο υ .
- ↪ It is not left to the discretion of the judge to…
Δ ε ν έχειο δικαστήςτ η ν διακριτική ευχέρειαν α …
- ↪ I leave it your discretion.
η εχεμύθεια- ↪ I am counting on your discretion.
- Στηρίζομαι
σ τ η ν εχεμύθειάσ ο υ .
- Στηρίζομαι
- ↪ He promised me absolute discretion.
Μ ο υ υποσχέθηκε απόλυτη εχεμύθεια.
- ↪ I am counting on your discretion.