discretion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

discretion (en) (μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  1. ηいーた κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια
    I leave it your discretion.
    Τたうοおみくろん αφήνω σしぐまτたうηいーたνにゅー κρίση σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
    It is not left to the discretion of the judge to…
    Δでるたεいぷしろんνにゅー έχει οおみくろん δικαστής τたうηいーたνにゅー διακριτική ευχέρεια νにゅーαあるふぁ
  2. ηいーた εχεμύθεια
    I am counting on your discretion.
    Στηρίζομαι σしぐまτたうηいーたνにゅー εχεμύθειά σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
    He promised me absolute discretion.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん υποσχέθηκε απόλυτη εχεμύθεια.