dismiss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας dismiss
γ΄ ενικό ενεστώτα dismisses
αόριστος dismissed
παθητική μετοχή dismissed
ενεργητική μετοχή dismissing

dismiss (en)

  1. διώχνω, αποδιώχνω, αποπέμπω, αποβάλλω
  2. (μεταβατικό) απολύω (εργαζόμενο ή στρατιώτη)
    They dismissed 500 workers.
    Απόλυσαν 500 εργάτες.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη fire
  3. απαλλάσσω
  4. επιτρέπω σしぐまεいぷしろん κάποιον νにゅーαあるふぁ φύγει από στρατιωτική παράταξη