disposition
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]disposition (en)
η διάθεσην α κάνω κάτιη προδιάθεση,η ιδιοσυγκρασία,ο χαρακτήραςη διάταξη,ο τρόποςμ ε τ ο ν οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτιη τοποθέτηση,η στάση κάποιου απέναντισ ε κάτιΗ e has a friendly disposition toward animals. - Έχειμ ι α φιλική στάση/Είναι φιλικά τοποθετημένος απέναντισ τ α ζώα.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- disposition < λατινική dispositio
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
disposition | dispositions |
disposition (fr) θηλυκό
η διάθεσην α κάνω κάτιη προδιάθεση,η ιδιοσυγκρασία,ο χαρακτήραςη διάταξη,ο τρόποςμ ε τ ο ν οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτιη τοποθέτηση,η στάση κάποιου απέναντισ ε κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη disposer