document
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈdɒkjʊmənt/- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
document | documents |
document (en)
τ ο έγγραφο- ↪ forged/genuine documents - πλαστά/γνήσια έγγραφα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- συντομογραφία: doc
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | document |
γ΄ ενικό ενεστώτα | documents |
αόριστος | documented |
παθητική μετοχή | documented |
ενεργητική μετοχή | documenting |
document (en)
- καταγράφω
σ ε έγγραφο- ↪ The author documented in his works the event which shook up our century.
Ο συγγραφέας κατέγραψεσ τ α έργατ ο υ τ α γεγονόταπ ο υ συντάραξαντ ο ν αιώνα μας.
- ↪ The author documented in his works the event which shook up our century.
- τεκμηριώνω, στηρίζω
μ ι α άποψη επάνωσ ε τεκμήρια- ↪ His case is well-documented.
Η υπόθεσητ ο υ είναι καλά τεκμηριωμένη.
- ↪ His case is well-documented.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
document | documents |
document (fr) αρσενικό
τ ο έγγραφο,τ ο δοκουμέντο
Κατηγορίες:
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (αμερικανικά αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ask' (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γαλλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)