document

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈdɒkjʊmənt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
document documents

document (en)

  • τたうοおみくろん έγγραφο
    forged/genuine documents - πλαστά/γνήσια έγγραφα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • συντομογραφία: doc
ενεστώτας document
γ΄ ενικό ενεστώτα documents
αόριστος documented
παθητική μετοχή documented
ενεργητική μετοχή documenting

document (en)

  1. καταγράφω σしぐまεいぷしろん έγγραφο
    The author documented in his works the event which shook up our century.
    Οおみくろん συγγραφέας κατέγραψε σしぐまτたうαあるふぁ έργα τたうοおみくろんυうぷしろん τたうαあるふぁ γεγονότα πぱいοおみくろんυうぷしろん συντάραξαν τたうοおみくろんνにゅー αιώνα μας.
  2. τεκμηριώνω, στηρίζω μみゅーιいおたαあるふぁ άποψη επάνω σしぐまεいぷしろん τεκμήρια
    His case is well-documented.
    Ηいーた υπόθεση τたうοおみくろんυうぷしろん είναι καλά τεκμηριωμένη.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
document documents

document (fr) αρσενικό