dodo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dodo (fr) αρσενικό

Il fait dodo. Κάνει νανάκια.
Fais dodo, Colas, mon p'tit frère / Fais dodo, t'auras du lolo. Κάνε νάνι, Nικολάκη, αδερφούλη μみゅーοおみくろんυうぷしろん / Κάνε νάνι, κかっぱαあるふぁιいおた θάχεις γαλατάκι. (από παιδικό νανούρισμα)