doodle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

doodle (en)

  1. αφηρημένο σκίτσο πぱいοおみくろんυうぷしろん σχεδιάζουμε ασυνείδητα (συνήθως χωρίς κεντρικό πλάνο) όταν συνομιλούμε σしぐまτたうοおみくろん τηλέφωνο ή όταν μιλά καθηγητής
  2. κακογραφώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doodle (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]