doubt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doubt < μέση αγγλική douten < αγγλονορμανδική douter < παλαιά γαλλική douter < λατινική dubito

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
doubt doubts

doubt (en) (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  • ηいーた αμφιβολία
    There is no doubt.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει αμφιβολία.
    A doubt sprung up in her mind.
    Μみゅーιいおたαあるふぁ αμφιβολία γεννήθηκε σしぐまτたうοおみくろん μυαλό της.
ενεστώτας doubt
γ΄ ενικό ενεστώτα doubts
αόριστος doubted
παθητική μετοχή doubted
ενεργητική μετοχή doubting

doubt (en)

  • αμφιβάλλω, αμφισβητώ
    I doubt whether he will pay.
    Αμφιβάλλω αあるふぁνにゅー θしーたαあるふぁ πληρώσει.
    I don’t doubt that he will do it.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー αμφιβάλλω ότι θしーたαあるふぁ τたうοおみくろん κάνει.
    I don’t doubt his good intentions.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー αμφισβητώ τις καλές τたうοおみくろんυうぷしろん προθέσεις.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]