drone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drone (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drone (en)

  1. διαρκής/συνεχής βόμβος
  2. κηφήνας
  3. χαραμοφάης
  4. (στρατιωτικός όρος), (νεολογισμός) τηλεσκάφος, δρόνος, μみゅーηいーた επανδρωμένο σκάφος
  5. (quadcopter, quadrotor) τετρακόπτερο