dux
Μετάβαση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dux < θέμα duc- όπως
σ τ ο duco (οδηγώ) + -s < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk- - ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ ελληνιστική κοινή: δούξ
κ α ι δείτε τους απογόνουςτ ο υ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dux (la), dŭcis αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dux | ducēs |
γενική | ducis | ducum |
δοτική | ducī | ducibus |
αιτιατική | ducem | ducēs |
κλητική | dux | ducēs |
αφαιρετική | duce | ducibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- dux - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.