dwa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /dva/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dwa (pl) αρσενικό

  • τたうοおみくろん ψηφίο δύο

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

dwa (pl)

  1. οおみくろん αριθμός δύο
    1. dwaj αρρενοπρόσωπη μορφή
    2. dwie ουδέτερο κかっぱαあるふぁιいおた θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]