eble
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]eble (eo)
- ĝi estos tradukita al kiel eble plej da lingvoj -
θ α μεταφραστείσ ε όσοτ ο δυνατό περισσότερες γλώσσες
eble (eo)