ekrano
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekrano | ekranoj |
αιτιατική | ekranon | ekranojn |
ekrano (eo)
η οθόνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekrano | ekranoj |
αιτιατική | ekranon | ekranojn |
ekrano (eo)