elated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ɪˈleɪtɪd/

Επίθετο

[επεξεργασία]

elated (en)

  1. πανευτυχής, περιχαρής, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος, καταχαρούμενος
    the elated teacher communicated his confidence in his students
    οおみくろん πανευτυχής καθηγητής μετέδωσε τたうηいーたνにゅー εμπιστοσύνη τたうοおみくろんυうぷしろん στους φοιτητές τたうοおみくろんυうぷしろん

Συνώνυμα

[επεξεργασία]