esposo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

esposo (es) < από τたうηいーた λατινική λέξη sponsus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esposo (es) πぱいλらむだηいーたθしーた. esposos θηλυκό esposa πぱいλらむだηいーたθしーた. esposas

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

esposo (pt)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]