essuyer
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]essuyer (fr) (μεταβατικό)
- στεγνώνω
- il a essuyé ses larmes - στέγνωσε
τ α δάκρυάτ ο υ /της
- il a essuyé ses larmes - στέγνωσε
- (
κ α τ ’ επέκταση) σκουπίζω, ξεσκονίζω- il faut essuyer les étagères - πρέπει
ν α ξεσκονίσειςτ α ράφια
- il faut essuyer les étagères - πρέπει
- (μεταφορικά) υποφέρω κάτι, υφίσταμαι
- l'équipe a essuyé une lourde défaite -
η ομάδα υπέστημ ι α βαρειά ήττα
- l'équipe a essuyé une lourde défaite -
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- essuyer les plâtres - κατοικώ
σ ε νεόχτιστο σπίτι· υφίσταμαι πρώτος τις συνέπειες μιας δυσάρεστης κατάστασης