expense
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expense | expenses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expense (en)
- (μόνο πληθυντικός)
τ α έξοδα,τ α χρήματαπ ο υ δαπανώνταιγ ι α τ η ν εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ήγ ι α έναν συγκεκριμένο σκοπό- ↪ I am limiting my expenses.
- Περιορίζω
τ α έξοδάμ ο υ .
- Περιορίζω
- ↪ I am limiting my expenses.