expert
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | expert |
συγκριτικός | more expert |
υπερθετικός | most expert |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]expert (en)
ο εξαιρετικά ικανός,ο ειδικόςσ ε κάτι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expert | experts |
expert (en)
ο ειδήμονας,ο επαΐων,ο εμπειρογνώμων- ↪ She is an expert at martial arts. She teaches judo and karate.
- Αυτή είναι
μ ι α εμπειρογνώμων στις πολεμικές τέχνες. Διδάσκει τζούντοκ α ι καράτε.
- Αυτή είναι
- ↪ She is an expert at martial arts. She teaches judo and karate.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- expert - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- expert - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expert (fr)
ο /η εξπέρ,ο /η εμπειρογνώμων,ο /η ειδήμονας,ο /η εμπειρογνώμονας,ο γνωμοδότης,ο γνώστης
Κατηγορίες:
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αμερικανικά αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (αμερικανικά αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γαλλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)