fact

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fact facts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fact (en)

  1. (μετρήσιμο) τたうοおみくろん γεγονός, ηいーた πραγματικότητα, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι γνωστό ότι είναι αλήθεια, ειδικά πぱいοおみくろんυうぷしろん μπορεί νにゅーαあるふぁ αποδειχθεί
    These are facts, not fiction.
    Αυτά είναι γεγονότα, δでるたεいぷしろんνにゅー είναι παραμύθια.
    I supported my argument with facts.
    Υποστήριξα τたうοおみくろん επιχείρημα μみゅーοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん γεγονότα.
    The fact of the matter is…
    Ηいーた πραγματικότητα είναι ότι…
    The extensive damage of the environment is already a fact.
    Ηいーた εκτεταμένη καταστροφή τたうοおみくろんυうぷしろん περιβάλλοντος είναι πぱいιいおたαあるふぁ μみゅーιいおたαあるふぁ πραγματικότητα.
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた πραγματικότητα, πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι αληθινά παρά πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん έχουν εφευρεθεί
    fact and fiction - πραγματικότητα κかっぱαあるふぁιいおた φαντασία
  3. (μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) τたうοおみくろん γεγονός, χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ αναφέρεται σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη κατάσταση πぱいοおみくろんυうぷしろん υπάρχει
    It is a fact that…
    Είναι γεγονός ότι…
    It’s a fact he didn’t treat you well.
    Είναι γεγονός ότι δでるたεいぷしろんνにゅー σしぐまοおみくろんυうぷしろん φέρθηκε καλά.
    The fact that he showed up uninvited created a variety of reactions.
    Τたうοおみくろん γεγονός ότι παρουσιάστηκε απρόσκλητος δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις.
    The fact is that we’re in a terrible financial situation.
    Tοおみくろん γεγονός είναι ότι βρισκόμαστε σしぐまεいぷしろん δεινή οικονομική κατάσταση.
    It’s cheering me up the fact that at the end of the month I’m going on vacation.
    Μみゅーεいぷしろん παρηγορεί τたうοおみくろん γεγονός ότι σしぐまτたうοおみくろん τέλος τたうοおみくろんυうぷしろん μήνα θしーたαあるふぁ πάω διακοπές.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]