fade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

fade (en)

ενεστώτας fade
γ΄ ενικό ενεστώτα fades
αόριστος faded
παθητική μετοχή faded
ενεργητική μετοχή fading

fade (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ξεθωριάζω, βγαίνω, γがんまιいおたαあるふぁ χρώμα πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει υποστεί αλλοίωση, όπως από τたうοおみくろんνにゅー ήλιο, μみゅーεいぷしろん αποτέλεσμα νにゅーαあるふぁ γίνει πぱいιいおたοおみくろん ανοιχτό
    material that does not fade - ύφασμα πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー ξεθωριάζει
    These colors don’t fade.
    Αυτά τたうαあるふぁ χρώματα δでるたεいぷしろんνにゅー βγαίνουν.
  2. (αμετάβατο) περνάω, κάτι εξαφανίζεται σταδιακά
    Her beauty/freshness faded.
    Πέρασε ηいーた ομορφιά/δροσιά της.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fade fades

fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό