family

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
family families

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
family < λατινική familia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

family (en)

  1. ηいーた οικογένεια, σύνολο προσώπων, τたうαあるふぁ οποία συνδέονται μεταξύ τους μみゅーεいぷしろん πολύ στενό συγγενικό δεσμό
    He works to support his family.
    Δουλεύει γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ συντηρήσει τたうηいーたνにゅー οικογένειά τたうοおみくろんυうぷしろん.
    He’s a member of the family now.
    Είναι μέλος της οικογένειας τώρα.
    On Sundays we eat as a family.
    Τις Κυριακές τρώμε οικογενειακώς.
  2. ηいーた οικογένεια, σύνολο ατόμων πぱいοおみくろんυうぷしろん συνδέονται μεταξύ τους μみゅーεいぷしろん ποικίλους δεσμούς αίματος ή κかっぱαあるふぁιいおた αγχιστείας
    The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
    Σしぐまτたうοおみくろん γλέντι γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ βαφτίσια τたうοおみくろんυうぷしろん μωρού μαζεύτηκε όλη ηいーた οικογένεια.